- πατέρι
- πατήρpitṛs̥umasc dat sgπατήρpitṛs̥umasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατέρ' — πατέρα , πατήρ pitṛs̥u masc acc sg πατέρι , πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατέρι , πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατέρε , πατήρ pitṛs̥u masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek